ΔΑΝΑΪΔΕΣ


Ολοένα κοσκινίζουμε το νερό

κι όλο αδειάζει το πιθάρι

όπως αδειάζει απ’ το κορμί

το αίμα το μαχαίρι

ένα το μάτι του πατέρα μας

η προτομή στον κήπο

βαθύ σκοτάδι

όταν μας κάλεσε

την καθεμιά με τ’ όνομά της

έχουμε μια ολόισια ραχοκοκαλιά

σηκώνουμε με προσοχή τη στάμνα

τα πόδια μας γεμάτα μανιτάρια

γεμάτα βρύα τα μαλλιά

τα χέρια μας μαράθηκαν

σαν μαύρο κρίνο η αγωνία μας

δεν μπορούμε

να την απλώσουμε στον ήλιο

αποκτήσαμε με τον καιρό

μια υδάτινη τρυφερότητα

τα μάτια μας σαν τρύπες

από μέσα τους κυλάει ανάλαφρα

νερό τρεχούμενο,

δάκρυ που δε στερεύει.

DANAIDS

We keep on draining the water

and the urn empties

like the knife empties

the blood from the body

our father has a single eye

a bust in the garden

it was deep darkness

when he called on us

each by her name

we hold our backs straight

we lift the urn with caution

our feet have mushrooms

our hair is full of moss

our hands have withered

our anguish is a black lily

that we cannot spread

in the sun

with time we have assumed

an aquatic tenderness

our eyes are holes

from within them, running

water flows gently,

a tear that won’t dry up.